- νεκρομαντείο
- το (Α νεκρομαντεῑον) [νεκρομάντης]τόπος όπου γινόταν επίκληση στα πνεύματα τών νεκρών για μαντεία, αλλ. νεκυομαντείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκρομαντείο — το κατά την αρχαιότητα ειδικό μαντείο κοντά σε τόπους που θεωρούνταν είσοδοι του Άδη, αλλ. νεκυομαντείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek
Cape Matapan — Cape Matapan, also known as Cape Tenaro or Tainaro ( el. Ακρωτήριο Ταίναρο), is situated at the end of the Mani, Laconia, Greece. Cape Matapan is the southernmost point of mainland Greece and of Europe. It separates the Messenian Gulf in the west … Wikipedia
Necromanteion — One of the underground tunnels of the Necromanteion, through which pilgrims would walk. The Necromanteion or Nekromanteion (Greek: Νεκρομαντεῖον) was an ancient Greek temple of necromancy devoted to Hades and Persephone. According to tradition,… … Wikipedia
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
άορνος — Ονομασία δύο αρχαίωνπόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας που είχε νεκρομαντείο. Στην περιοχή αναδίδονταν αναθυμιάσεις που καθιστούσαν αδύνατη τη ζωήστα πουλιά (στερητικό α + ορνός). 2. Μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής. Την κατέλαβε o Mέγας … Dictionary of Greek
νεκυομαντείον — νεκυομαντεῑον, ιων. τ. νεκυομαντήϊον, τὸ (Α) το νεκρομαντείο, το μαντείο όπου προσκαλούσαν τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + μαντεῖον] … Dictionary of Greek
ψυχαγώγιον — (I) και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α [ψυχαγωγός] τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τούς ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο. (II) και… … Dictionary of Greek
ψυχομαντείο — το / ψυχομαντεῑον, ΝΜΑ [ψυχόμαντις] νεκρομαντείο … Dictionary of Greek